ξεσαβούρωμα

ξεσαβούρωμα
και ξεσαβούριασμα, το [ξεσαβουρώνω / ξεσαβουριάζω]
1. η αφαίρεση τής σαβούρας, τού έρματος από το πλοίο, η αφερμάτιση
2. καθάρισμα ενός πράγματος από περιττά ή άχρηστα αντικείμενα
3. απαλλαγή από περιττό φορτίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεσαβούρωμα — ξεσαβούρωμα, το και ξεσαβούριασμα, το, ατος η αφαίρεση της σαβούρας, του έρματος, η αφερμάτιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσαβούριασμα — το βλ. ξεσαβούρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”